γούργουρας

γούργουρας

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γούργουρας" в других словарях:

  • γούργουρας — ο βλ. γούργουρος …   Dictionary of Greek

  • γουργάρα — η φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. και γούργουρας)] …   Dictionary of Greek

  • γούργουρος — και γούργουρας, ο (Μ γούργουρος) ο γούργουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη από τον ήχο γουρ γουρ ή, κατ άλλους, από το λατ. gurgulio] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»